ριμάτα

ριμάτα
η, Ν [ρίμα]
μακρό ποίημα με ομοιοκατάληκτα δίστιχα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ριμάτα — η εκτεταμένο ποίημα σε ομοιοκατάληκτους στίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”